- τρυγόνια
- τρῡγόνια , τρυγόνιονdeherb.neut nom/voc/acc plτρυγόνιοςofneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δύο — και δυο (AM δύο) 1. ο αριθμός που προκύπτει αν προστεθεί μία μονάδα σε άλλη, ο πρώτος ακέραιος αριθμός μετά τη μονάδα 2. «δύο δύο» ή «δυο δυο» κατά ζεύγη, σε ομάδες ανά δύο νεοελλ. 1. (για χρονολογία, ημερομηνία) δεύτερος («στις δύο τα… … Dictionary of Greek
σμπάρο — το, και σμπάρος, ο, Ν 1. πυροβολισμός 2. βλήμα όπλου 3. φρ. «μ έναν σμπάρο δυο τρυγόνια» με μία ενέργεια διπλό όφελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sbarro] … Dictionary of Greek
στρεπτοπέλια — και στρεπτοπηλία, η, Ν ζωολ. γένος περιστερόμορφων πτηνών που περιλαμβάνει τα τρυγόνια και τις δεκοχτούρες … Dictionary of Greek
ακροκόρυφος — η, ο 1. ο πολύ ψηλός: Μια μοναχική ακροκόρυφη βελανιδιά γέμιζε από τρυγόνια την άνοιξη και το φθινόπωρο. 2. το ουδ. ως ουσ., το ακροκόρυφο το αποκορύφωμα: Αυτό ήταν το ακροκόρυφο του εγωισμού του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αξάμωτος — η, ο (στερητ. α+ξαμώνω=απλώνω το χέρι για να χτυπήσω), άφταστος, απλησίαστος: Τη μέρα εκείνη τα τρυγόνια ήταν αξάμωτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζυγός — ή, ό 1. άρτιος: Ζυγός αριθμός. 2. διπλός: Τώρα που παντρεύτηκε έγινε ζυγός. 3. επίρρ., ζυγά: Παίζουν μονά ζυγά. 4. «ζυγά ζυγά», δύο δύο: Τα τρυγόνια πάνε ζυγά ζυγά. ο 1. ζυγαριά, παλάντζα, πλάστιγγα, καντάρι: Στα φαρμακεία χρησιμοποιούν ζυγούς… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ριξιά — η 1. ρίψη, ρίξιμο (βλ. λ.). 2. η ποσότητα μιας γόμωσης ντουφεκιού: Όλες κι όλες είχε δυο ριξιές μπαρούτη. 3. βολή: Με μια ριξιά σκότωσε δύο τρυγόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σμπάρο — σμπάρο, το και σμπάρος, ο (λ. ιταλ.), βλήμα κυνηγετικού όπλου: Μ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σταχτής, -ιά, -ί — αυτός που έχει το χρώμα της στάχτης: Τα τρυγόνια έχουν σταχτί χρώμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)